.

Σε αυτή τη σελίδα

Παράγοντες που επηρεάζουν την πρόγνωση (εξέλιξη) και τις επιλογές θεραπείας

 

Δείτε επίσης

Σταδιοποίηση

Θεραπεία

Παράγοντες που επηρεάζουν την πρόγνωση (εξέλιξη) και τις επιλογές θεραπείας

1.            Πληροφορίες σχετικά με τους ασθενείς

•             Ατομικό ιατρικό ιστορικό

•             Ιστορικό μελανώματος σε συγγενείς

•        Αποτελέσματα της κλινικής εξέτασης από τον δερματολόγο και τον ογκολόγο, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του δέρματος, της ψηλάφησης των λεμφαδένων στη σχετική περιοχή ανάλογα με την εντόπιση του μελανώματος, καθώς και κάθε άλλο σημείο ή σύμπτωμα, το οποίο θα μπορούσε να συνδέεται με τη τοπική ή απομακρυσμένη εξάπλωση του  όγκου.

•             Γενική κατάσταση υγείας του ασθενούς (PS)

2.               Πληροφορίες που μας δίνει η βιοψία

Όπως αναφέρθηκε ήδη, καταβάλλεται η μέγιστη προσπάθεια ο όγκος να αφαιρείται πλήρως και αυτή η βιοψία δέρματος, στη συνέχεια, να αποστέλλεται στο εργαστήριο (ιστολογική εξέταση). Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό η εξέταση αυτή να πραγματοποιείται σε εξειδικευμένο εργαστήριο με εμπειρία στο μελάνωμα. Αν το μελάνωμα δεν εξαιρεθεί πλήρως κατά τη διάρκεια της βιοψίας, ο γιατρός θα πρέπει να αφαιρέσει τον υπόλοιπο όγκο μέχρι υγιών ορίων και θα ακολουθήσει δεύτερη ιστολογική εξέταση.

Τα αποτελέσματα της βιοψίας θα πρέπει να περιλαμβάνουν:

Το μέγιστο πάχος ή πάχος Breslow:

Το μέγιστο πάχος δείχνει πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει ο όγκος μέσα στο δέρμα.

Μετριέται σε χιλιοστά (mm). Οι ακόλουθες κατηγορίες πάχους χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό της θεραπείας: μικρότερη από 1 mm, 1,01 έως 2 mm, 2,01 έως 4 mm και περισσότερο από 4 mm. Όσο μεγαλύτερο είναι το πάχος τόσο χειρότερη είναι η πρόγνωση.

Το ανατοµικό στάδιο διήθησης κατά Clark:

Αποδίδει το βαθµό διηθητικής ανάπτυξης του µελανώµατος σε σχέση µε τη µικροανατοµία του δέρµατος και του υποδορίου λίπους.

Επίπεδο Ι: το µελάνωµα είναι µέσα στην επιδερµίδα.

Επίπεδο ΙΙ: το µελάνωµα αναπτύσσεται διηθητικά στο θηλώδες χόριο, χωρίς σχηµατισµό ογκόµορφης βλάβης.

Επίπεδο ΙΙΙ: το µελάνωµα αναπτύσσεται διηθητικά στο θηλώδες χόριο, σχηµατίζοντας ογκίδιο µέσα σε αυτό ή καταλαµβάνοντας πλήρως το θηλώδες χόριο ασκώντας πίεση και στο υποκείµενο δικτυωτό χόριο.

Επίπεδο IV: το µελάνωµα διηθεί το δικτυωτό χόριο.

Επίπεδο V: το µελάνωµα έχει επεκταθεί στο υποδόριο λίπος. Από το 2001 η συγκεκριµένη παράµετρος διήθησης δε λαµβάνεται υπόψη στη σύγχρονη σταδιοποίηση του µελανώµατος (AJCC 2001), µε εξαίρεση τους όγκους που αναπτύσσονται σε λεπτού πάχους δέρµατα (π.χ. περιοχής βλεφάρου).

Τη μιτωτική δραστηριότητα στην περίπτωση πάχους μικρότερου του ενός χιλιοστού (<1mm):

Η μιτωτική δραστηριότητα δείχνει το πόσο γρήγορα διαιρούνται τα κύτταρα του μελανώματος. Η διαίρεση ενός κυττάρου σε δύο νέα κύτταρα ονομάζεται μίτωση. Ο παθολογοανατόμος μετράει στο μικροσκόπιο πόσα κύτταρα διαιρούνται σε 1mm2. Αυτό γίνεται αρκετές φορές σε διαφορετικά τμήματα του υλικού της βιοψίας. Εάν, κατά μέσο όρο, 1 ή περισσότερα κύτταρα διαιρούνται ανά mm2, η πρόγνωση είναι χειρότερη από ό, τι αν υπάρχουν λιγότερο από 1 κύτταρο ανά mm2.

Την παρουσία ή απουσία εξέλκωσης (πληγή):

Η εξέλκωση σημαίνει ότι το μελάνωμα εισβάλλει στο υπερκείμενο δέρμα.

Έχει αναγνωρισθεί ως µεγάλης προγνωστικής αξίας παραµέτρος του µελανώµατος και συνυπολογίζεται στην σταδιοποίηση του όγκου, επιβαρύνοντας την πρόγνωση της νόσου και την επιβίωση των ασθενών, ακόµα και σε µικρού πάχους µελανώµατα, ιδιαίτερα όταν είναι εκτεταµένη. Απαραίτητη είναι η ιστολογική της τεκµηρίωση αν και μπορεί να είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, για παράδειγμα όταν η βλάβη αιμορραγεί.

Την παρουσία και έκταση της υποστροφής του όγκου:

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο παθολογοανατόμος παρατηρεί σημάδια που δείχνουν ότι ο όγκος έχει υποστρέψει σε ορισμένες περιοχές της βιοψίας, δηλαδή ότι ενώ στο παρελθόν ο όγκος ήταν μεγαλύτερος παρατηρείται μερική εξαφάνιση της κακοήθους βλάβης χωρίς τη χορήγηση κανενός είδους θεραπείας. 

Η υποστροφή του όγκου μπορεί να εκλαμβάνεται, αρχικά, σαν καλή είδηση. Δυστυχώς όμως υποδηλώνει ότι ο όγκος ήταν μεγαλύτερος προηγουμένως και μπορεί να έχει εξαπλωθεί ήδη σε λεμφαδένες, αποτελώντας κακό προγνωστικό στοιχείο.

Τα θετικά ή αρνητικά χειρουργικά όρια εκτομής:

Ο παθολογοανατόμος ελέγχει εάν ολόκληρος ο όγκος έχει αφαιρεθεί αναλύοντας εάν περιβάλλεται πλήρως από φυσιολογικό ιστό (όρος που αποδίδεται ως «επί υγιών ορίων»). Έτσι έχουμε είτε αρνητικά χειρουργικά όρια εκτομής (πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό το σύνολο του όγκου να έχει αφαιρεθεί) είτε θετικά χειρουργικά όρια εκτομής όταν στο σημείο τομής υπάρχουν καρκινικά κύτταρα (που σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό ο όγκος να μην έχει αφαιρεθεί στο σύνολο του).

Λεμφαγγειακή διήθηση:

Η παρουσία λεμφαγγειακής διήθησης σημαίνει ότι καρκινικά κύτταρα βρίσκονται στα αιμοφόρα αγγεία και στα λεμφαγγεία που περιλαμβάνονται στη βιοψία. Η εύρεση καρκινικών κύτταρων/εμβόλων στα αγγεία σημαίνει ότι πιθανόν τα καρκινικά κύτταρα έχουν εξαπλωθεί στους λεμφαδένες, ή σε άλλα όργανα, δηλαδή ο αρχικός όγκος έχει δώσει μεταστάσεις.

Διήθηση όγκου από λεμφοκύτταρα:

Η παρουσία λεμφοκυττάρων (τύπος λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος που ανήκουν στο ανοσοποιητικό σύστημα) στον όγκο είναι σημάδι μίας έντονης ανοσολογικής απάντησης έναντι του όγκου.

Μία έντονη ανοσολογική απάντηση ενάντια στον όγκο συσχετίζεται συνήθως με καλύτερη πρόγνωση.

Μικροµεταστατικές εστίες:

Πρόκειται για µικροσκοπικές αθροίσεις κακοήθων µελανοκυττάρων παρακείµενα του αρχικού µελανώµατος. Διαχωρίζονται σαφώς από αυτό και δεν συνδέονται µε την κυρίως νεοπλασµατική µάζα. Αποτελούν παράµετρο σχετιζόµενη µε κακή πρόγνωση.

Ανίχνευση παρουσίας μετάλλαξης στα καρκινικά κύτταρα:

Ασθενείς των οποίων η νόσος έχει εξαπλωθεί σε λεμφαδένες ή όργανα μακριά από τον πρωτοπαθή όγκο, υποβάλλονται σε ανάλυση του όγκου προς επιβεβαίωση της ύπαρξης ή της απουσίας μετάλλαξης του γονιδίου BRAF. Από την παρουσία ή απουσία μετάλλαξης εξαρτάται άμεσα η φαρμακευτική αγωγή που θα χορηγηθεί. Η ανάλυση αυτών των μεταλλάξεων απαιτεί εξειδικευμένο εργαστήριο.

3.                  Το στάδιο του μελανώματος

Το στάδιο του μελανώματος (βλέπε παρακάτω «Σταδιοποίηση») προκύπτει από το συνδυασμό της κλινικής εξέτασης, των απεικονιστικών εξετάσεων και των πληροφοριών που λαμβάνουμε από την ιστολογική εξέταση και είναι καθοριστικό για τη περαιτέρω θεραπευτική προσέγγιση.