.

Η θεραπεία του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος

Όταν το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα (SCC) εντοπίζεται σε πρώιμο στάδιο και αφαιρείται άμεσα, σχεδόν πάντα θεραπεύεται και στην περίπτωση που έχει προκαλέσει βλάβη, είναι αμελητέα. Εάν όμως δεν αντιμετωπιστεί, τότε τελικά διαβρώνει τους υποκείμενους ιστούς. Ένα μικρό ποσοστό δύναται να κάνει μετάσταση σε απομακρυσμένους ιστούς και όργανα και μπορεί ακόμη να αποβεί και θανατηφόρο. Συνεπώς ο γιατρός, θα πρέπει να δει οποιοδήποτε ύποπτο όγκο δίχως καθυστέρηση.

Η διάγνωση θα γίνει κατόπιν λήψης τεμαχίου ιστού (βιοψίας) που θα ελεγχθεί στο μικροσκόπιο. Σε περίπτωση κατά την οποία, παρατηρηθούν καρκινικά κύτταρα απαιτείται θεραπεία.

Υπάρχουν αρκετοί αποτελεσματικοί τρόποι να αντιμετωπισθεί το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα (SCC). Tο είδος της θεραπείας, εξαρτάται από τον τύπο, το μέγεθος, το σημείο εντοπισμού, το βάθος του όγκου, την ηλικία και την γενικότερη υγεία του ασθενή.

Η θεραπεία πραγματοποιείται στο ιατρείο ή σε κλινική. Στις περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις χορηγείται τοπική αναισθησία και σπάνια υπάρχει έντονος πόνος μετά τη θεραπεία.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΘΟΥΣ ΒΛΑΒΗΣ

Για την αρχική αντιμετώπιση του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος χρησιμοποιούνται συχνότερα η χειρουργική θεραπεία και η ακτινοθεραπεία. Στόχος της θεραπείας είναι η εξάλειψη του όγκου με τη διατήρηση στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της λειτουργικότητας των παρακείμενων ιστών και την επίτευξη ενός αποδεκτού αισθητικού αποτελέσματος.

Χειρουργική Θεραπεία

Η χειρουργική αφαίρεση του όγκου αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές θεραπείες για τα πρωτοπαθή ακανθοκυτταρικά καρκινώματα, που παράλληλα έχει και πολύ καλά αισθητικά αποτελέσματα.

Η ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε μετεγχειρητικά είτε κατά τη διάρκεια της επέμβασης (τεχνική Mohs).

Χειρουργική αφαίρεση με μετεγχειρητική ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής.

• Για τους καλώς περιγεγραμμένους χαμηλού κινδύνου όγκους με διάμετρο < 2cm προτείνεται η αφαίρεση με κλινικά όρια 4-6mm. Οποιοδήποτε ερύθημα ή όχθος θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην περίμετρο της βλάβης

• Για όγκους με μεγαλύτερη διάμετρο που εντοπίζονται στον κορμό ή τα άκρα συστήνεται η εκτομή με όρια 10mm.

• Σε περίπτωση εξαίρεσης ενός χαμηλού κινδύνου ακανθοκυτταρικού όγκου που εντοπίζεται στον κορμό ή τα άκρα, με θετικά όρια εκτομής, συνιστάται ευρεία εκτομή.

• Σε όλες τις περιπτώσεις τα εν τω βάθει εγχειρητικά όρια θα πρέπει να εκτείνονται βαθιά στο υποδόριο λίπος.

Mohs micrographic surgery

Η τεχνική Mohs περιλαμβάνει τη σταδιακή χειρουργική αφαίρεση του όγκου με ταυτόχρονη ιστολογική εξέταση των ορίων εκτομής.

Ακτινοθεραπεία

Η ακτινοθεραπεία περιλαμβάνει διαφορετικές τεχνικές όπως η επιφανειακή ακτινοθεραπεία, που είναι κατάλληλη για βλάβες με βάθος < 6mm, η θεραπεία με δέσμες ηλεκτρονίων που διεισδύει βαθύτερα και η βραχυθεραπεία που είναι χρήσιμη για βλάβες που βρίσκονται σε καμπύλες επιφάνειες. Έχει πολύ καλά θεραπευτικά και αισθητικά αποτελέσματα εφόσον χρησιμοποιείται σωστά. Η ακτινοθεραπεία ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

• Ασθενείς άνω των 60 ετών που δε δύνανται ή δεν επιθυμούν να υποβληθούν σε χειρουργική θεραπεία.

• Όγκοι με διάμετρο έως 15mm που εντοπίζονται σε υψηλού κινδύνου περιοχές.

• Όγκοι με διάμετρο έως 20mm που εντοπίζονται σε μεσαίου κινδύνου περιοχές.

• Συμπληρωματική θεραπεία για όγκους που εξαιρέθηκαν χειρουργικά και παρουσιάζουν θετικά όρια εκτομής.

• Συμπληρωματική θεραπεία για υψηλού κινδύνου όγκους που εξαιρέθηκαν σε υγιή όρια με τεχνική Mohs αλλά παρουσιάζουν σημαντική περινευρική ή νευρική διήθηση.

• Σε επιλεγμένους ασθενείς με νόσο του Bowen που παρουσιάζουν μεγάλες ή πολλαπλές βλάβες ή που αρνούνται τη χειρουργική θεραπεία.

Η ακτινοθεραπεία αντενδείκνυται σε ασθενείς με γενετικά νοσήματα που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος, όπως η μελαχρωματική ξηροδερμία και το σύνδρομο πολλαπλών βασικοκυτταρικών καρκινωμάτων, καθώς και σε ασθενείς με νοσήματα του συνδετικού ιστού.

Απόξεση και διαθερμοπηξία 

Η τεχνική αυτή είναι κατάλληλη για τους όγκους χαμηλού κινδύνου με τις εξής προϋποθέσεις:

• Αντενδείκνυται σε όγκους που εντοπίζονται σε περιοχές με τελικές τρίχες.

• Εάν κατά τη διάρκεια της θεραπείας αποκαλυφθεί το υποδόριο θα πρέπει να πραγματοποιηθεί χειρουργική αφαίρεση της βλάβης.

• Εάν δεν έχει προηγηθεί βιοψία της βλάβης, τότε κατά τη διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να ληφθεί βιοψία προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ιστολογικά χαρακτηριστικά της βλάβης που την κατατάσσουν σε χαμηλού κινδύνου.

Τοπικές θεραπείες

Περιλαμβάνουν την τοπική θεραπεία με imiquimod και 5-fluorouracil, τη φωτοδυναμική θεραπεία (PDT) και την κρυοθεραπεία. Η χρήση τους θα πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου η χειρουργική θεραπεία και η ακτινοθεραπεία αντενδείκνυνται ή δεν είναι εφικτές.

Φωτοδυναμική θεραπεία (PDT)

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία προκαρκινικών βλαβών και τη νόσο του Bowen. Η ανταπόκριση είναι συνήθως μεγαλύτερη στο πρόσωπο και το τριχωτό της κεφαλής.

Τοπική θεραπεία και κρυοθεραπεία

Χρησιμοποιούνται για προκαρκινικές βλάβες και τη νόσο του Bowen.

Περιοχικός λεμφαδενικός καθαρισμός

Η προσβολή των περιοχικών λεμφαδένων αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα υποτροπής και τη θνητότητα. Σε περίπτωση θετικών ευρημάτων στην FNA ή σε βιοψία λεμφαδένα, συστήνεται περιοχικός λεμφαδενικός καθαρισμός. Εάν αυτός δεν είναι εφικτός προτείνεται ακτινοθεραπεία με ή χωρίς ταυτόχρονη χορήγηση cisplatin. Ωστόσο, οι ασθενείς θα πρέπει να επανεκτιμώνται για πιθανό λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου μετά την ακτινοθεραπεία.

Η προσβολή της παρωτίδας έχει φτωχή πρόγνωση.

Μετά το λεμφαδενικό καθαρισμό συχνά απαιτείται συμπληρωματική ακτινοθεραπεία με ή χωρίς σύγχρονη χημειοθεραπεία.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η ακτινοθεραπεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία στις εξής περιπτώσεις:

• Όγκοι που εξαιρέθηκαν χειρουργικά, και τα όρια εκτομής ήταν θετικά.

• Όγκοι υψηλού κινδύνου που εξαιρέθηκαν σε υγιή όρια αλλά παρουσιάζουν σημαντική περινευρική διήθηση.

• Ασθενείς με περιοχική νόσο κορμού και άκρων που έχουν υποβληθεί σε λεμφαδενικό καθαρισμό.

• Συστήνεται σε ασθενείς με προσβολή λεμφαδένων κεφαλής και τραχήλου, αν και σε ασθενείς με προσβολή ενός μόνο μικρού λεμφαδένα και χωρίς διήθηση της κάψας μπορεί να συστηθεί απλή παρακολούθηση.

Η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία μετεγχειρητικά, σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία στις παρακάτω περιπτώσεις:

• Σε ασθενείς με προσβολή των λεμφαδένων

• Σε ασθενείς με ατελώς αφαιρεθέντες λεμφαδένες.

• Σε ασθενείς στους οποίους δεν προηγήθηκε χειρουργική αφαίρεση του όγκου.

ΜΕΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ

Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα δίνει σχετικά σπάνια απομακρυσμένες μεταστάσεις.

Μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο η χημειοθεραπεία όσο και η στοχευμένη θεραπεία έχουν κάποιο αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση του μεταστατικού ακανθοκυτταρικού καρκινώματος.

• Η χορήγηση χημειοθεραπείας με cisplatin μόνη της ή σε συνδυασμό με 5-FU έχει δώσει θετικά αποτελέσματα σε ορισμένες μελέτες.

• Αποτελεσματική φαίνεται να είναι και η χορήγηση στοχευμένης θεραπείας με  cetuximab που υπερέχει της cisplatin λόγω της μικρότερης τοξικότητας.

• Για τους μεταμοσχευμένους ασθενείς είναι σκόπιμο να εξεταστεί η μείωση των δόσεων των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων καθώς και η αντικατάσταση των αναστολέων καλσινευρίνης και των αντιμεταβολιτών από αναστολείς mTOR.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ

Οι ασθενείς που εμφανίζουν ένα βασικοκυτταρικό ή ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα έχουν 30-50% πιθανότητα να αναπτύξουν κι ένα δεύτερο μέσα σε 5 χρόνια. Επιπλέον παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος. Θα πρέπει

επομένως να παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε 6-12 μήνες) και να ενημερώνονται για τη φωτοπροστασία και την αυτοεξέταση. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το διάστημα των 2 πρώτων χρόνων καθώς το 70-80% των υποτροπών των ακανθοκυτταρικών καρκινωμάτων εμφανίζεται μέσα σ’αυτό το χρονικό διάστημα.

Σε περίπτωση υποτροπής, εάν αυτή είναι τοπική ακολουθούνται οι οδηγίες για την αντιμετώπιση πρωτοπαθούς βλάβης. Εάν πρόκειται για περιοχική ή απομακρυσμένη μετάσταση, προτείνεται συστηματική θεραπεία και παραπομπή του ασθενούς σε ογκολογικό συμβούλιο.